- μισθωτικόν
- μισθωτικόςofmasc acc sgμισθωτικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наимьныи — (3*) пр. Относящийся к наимъ. 1.В 1 знач.: лѣтнихъ наимноѥ смѡтрениѥ. ѿ негѡ ѿдавшю части (μισϑωτικόν) МПр XIV, 186. 2. В 4 знач.: елико же имать приходныхъ своихъ мѣстъ. въ томь въ ст҃омъ граде продаѧти... но ѥлико же ѿ наѥмныхъ домовъ за •н҃•… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μισθωτικός — ή, ό (ΑΜ μισθωτικός, ή, όν) [μισθωτής / μισθωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι») αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα τού μισθωτού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek